πυρομάχος

πυρομάχος
Όνομα 2 Αθηναίων ανδριαντοποιών της αρχαιότητας. 1. Έζησε τον 5o αι. π.Χ. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι είχε φιλοτεχνήσει χάλκινο τέθριππο που το οδηγούσε ο Αλκιβιάδης. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει άλλον χαλκοπλάστη με αυτό το όνομα, ο οποίος είχε εργαστεί στην Πέργαμο με άλλους καλλιτέχνες (Ισίγονο, Στρατόνικο, Αντίγονο) για την κατασκευή αγαλμάτων αφιερωμένων στην Αθηνά και τον Δία από τους βασιλιάδες της Περγάμου Άτταλο A’ και Ευμένη B’ για τις νίκες τους εν«ντίον των Γαλατών. Άλλοι συγγραφείς εξάλλου (Πολύβιος, Διόδωρος, λεξικό της Σούδας) αποδίδουν στον Π. περιβόητο άγαλμα του Ασκληπιού στον ναό του, το οποίο μαζί με άλλα σύλησε ο Προυσίας, βασιλιάς των Βιθυνών. 2. Έζησε τον 5o αι. π.Χ. Εργάστηκε στην Αθήνα, στη Δήλο και στην Πέργαμο.
* * *
-ο / πυρομάχος, -ον, ΝΑ
βλ. πυριμάχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πυρομάχοι — πυρομάχος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρίμαχος — η, ο, και πυρομάχος, ο / πυριμάχος, ον, και πυρομάχος, ον, ΝΑ αυτός που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες, στη φωτιά νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο πυρομάχος ο πυροστάτης, η πυροστιά 2. φρ. «πυρίμαχα υλικά» τεχνολ. χαρακτηρισμός υλικών που δεν… …   Dictionary of Greek

  • MOLARIS Lapis — quem Graeci μυλίαν et μυλίτην vocant, culque plurimus inest ignis, ut habet Plin. l. 36. c. 19. Graecis quoque πυρομάχος dicitur et πυρίτης Sic enim dictus, non quod ignem faciat percussus, sed quod igni resistat; nec enim igni solvitur, nec… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PYROMACHUS Lapis — Graece Πυρομάχος, Vide supra in voce Pyrites …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακρόδοχας — ο το προεξέχον ανώτατο μέρος τών τοίχων ενός οικοδομήματος, το οποίο, όταν καλυφθεί με πλάκες, συγκρατεί με χώμα ή πηλό την επίστρωση οριζόντιας στέγης. [ΕΤΥΜΟΛ. < άκρος + δέχομαι αντί ακροδόχος (πρβλ. ακρο (Ι)) ο αναβιβασμός του τόνου… …   Dictionary of Greek

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”